- Χετταίοι
- οι, Ναρχαίος λαός τής ανατολικής Μικράς Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. Hittī χεττ. hatti].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χετταίοι ή Χιττίτες — Αρχαίος λαός που μιλούσε μια γλώσσα με ινδοευρωπαϊκή δομή και δημιούργησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μικρά Ασία έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής. Εθνικά συγγενείς με τους Ουρίτες οι X. εμφανίστηκαν ξαφνικά στην… … Dictionary of Greek
Χιττίτες — Bλ. λ. Χετταίοι. * * * οι, Ν οι Χετταίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. Χετταίοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σπύρ. Π. Λάμπρο] … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Хетты — имя одного из народов северной культурной расы древнего Востока. Как известное по Библии (Hittim, Χετταΐοι) и оставившее наиболее прочную память в истории, оно в настоящее время сделалось условным обозначением всей северной группы обитателей… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Хетты — (др. греч. Χετταΐοι … Википедия
Хетт — Хетты Хетты (греч. Χετταΐοι, самоназвание неситы) индоевропейский народ бронзового века, обитавший в Малой Азии, где создал Хеттское царство. Хетты ивр. חתי HTY, или ивр. בני חת BNY HT неоднократно упомянуты в Библии. В последние века своего… … Википедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… … Dictionary of Greek